Οι Αρχές 3, 4, 5 και 6 του UN Global Compact εστιάζουν στην προστασία και προώθηση θεμελιωδών δικαιωμάτων στον εργασιακό χώρο. Συγκεκριμένα, αυτές οι αρχές αναγνωρίζουν και υποστηρίζουν το δικαίωμα των εργαζομένων στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και τη συλλογική διαπραγμάτευση, την εξάλειψη όλων των μορφών καταναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας, καθώς και την κατάργηση της παιδικής εργασίας. Η εφαρμογή αυτών των αρχών αποτελεί προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός δίκαιου, ασφαλούς και αξιοπρεπούς εργασιακού περιβάλλοντος, ενώ ταυτόχρονα προάγει τη βιώσιμη ανάπτυξη και ενισχύει τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ επιχειρήσεων και εργαζομένων.
Αρχή 3: Οι επιχειρήσεις οφείλουν να τηρούν την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την αποτελεσματική αναγνώριση του δικαιώματος στη συλλογική διαπραγμάτευση
Οι επιχειρήσεις οφείλουν να σέβονται και να υποστηρίζουν το δικαίωμα των εργαζομένων να συνέρχονται ελεύθερα και να συμμετέχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις. Η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι σημαίνει ότι εργαζόμενοι και εργοδότες μπορούν να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε οργανώσεις της επιλογής τους, χωρίς κρατικές ή άλλες παρεμβάσεις.
Η συλλογική διαπραγμάτευση είναι ένα εθελοντικό εργαλείο διαλόγου μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων για τη διαμόρφωση δίκαιων όρων εργασίας. Η διαπραγμάτευση με «καλή πίστη» ενισχύει την αρμονική ανάπτυξη των εργασιακών σχέσεων, επιτρέποντας την έγκαιρη και ειρηνική επίλυση διαφορών.
Γιατί αφορά τις επιχειρήσεις
Η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και η ουσιαστική αναγνώριση του δικαιώματος συλλογικών διαπραγματεύσεων δημιουργούν ένα θετικό εργασιακό περιβάλλον, βασισμένο στον διάλογο και τη συνεργασία. Μέσω αυτών των αρχών, ενισχύεται η εμπιστοσύνη μεταξύ εργαζομένων και εργοδοσίας, γεγονός που συμβάλλει στην πρόληψη συγκρούσεων και στην εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων. Παράλληλα, η καλλιέργεια τέτοιων σχέσεων ενδυναμώνει την ανθεκτικότητα της επιχείρησης απέναντι στις προκλήσεις ενός διαρκώς μεταβαλλόμενου επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Τι μπορούν να κάνουν οι επιχειρήσεις
Η υπεύθυνη στάση απέναντι στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι αποτελεί όχι μόνο νομική υποχρέωση, αλλά και θεμέλιο για την οικοδόμηση υγιών εργασιακών σχέσεων και τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Οι επιχειρήσεις οφείλουν:
- να διασφαλίζουν το σεβασμό του δικαιώματος των εργαζομένων να συμμετέχουν ελεύθερα σε συνδικαλιστικές οργανώσεις,
- να εφαρμόζουν πολιτικές μη διακριτικής μεταχείρισης όσον αφορά την πρόσληψη, την προαγωγή και την απόλυση λόγω συνδικαλιστικής δράσης,
- να παρέχουν τις κατάλληλες υποδομές που διευκολύνουν τη λειτουργία των εργατικών εκπροσώπων, καθώς και
- να αποφεύγουν οποιαδήποτε μορφή παρέμβασης ή έμμεσου ελέγχου της συνδικαλιστικής δραστηριότητας.
Αρχή 4: να υποστηρίζουν την εξάλειψη όλων των μορφών καταναγκαστικής εργασίας
Η καταναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία είναι κάθε μορφή εργασίας ή υπηρεσίας που επιβάλλεται σε ένα άτομο υπό την απειλή κάποιου είδους τιμωρίας και την οποία το άτομο αυτό δεν προσφέρει με τη θέλησή του. Η καταβολή μισθού ή άλλης αποζημίωσης δεν αποτελεί απαραίτητα ένδειξη ότι η εργασία είναι ελεύθερη και όχι καταναγκαστική. Η εργασία, από τη φύση της, πρέπει να παρέχεται οικειοθελώς και οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες να έχουν το δικαίωμα να αποχωρούν, σύμφωνα με τις θεσμοθετημένες διαδικασίες.
Γιατί αφορά τις επιχειρήσεις
Η καταναγκαστική εργασία δεν παραβιάζει μόνο θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά στερεί και από τις κοινωνίες τη δυνατότητα να αναπτύξουν δεξιότητες, ανθρώπινο κεφάλαιο και να προετοιμάσουν τις νέες γενιές για τις αγορές εργασίας του αύριο. Οι επιπτώσεις της δεν είναι μεμονωμένες· πλήττουν τόσο τα ίδια τα άτομα, ιδίως τα παιδιά, όσο και την ευρύτερη κοινωνία και οικονομία.
Με την παρεμπόδιση της ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού, η καταναγκαστική εργασία μειώνει τα επίπεδα παραγωγικότητας, αποθαρρύνει τις ασφαλείς επενδύσεις και επιβραδύνει την οικονομική πρόοδο. Η απώλεια εισοδήματος, που προκύπτει από τη διακοπή νόμιμης εργασίας ή παραγωγικών δραστηριοτήτων, μειώνει τα διαχρονικά έσοδα των νοικοκυριών και μπορεί να οδηγήσει σε στέρηση βασικών αγαθών όπως η τροφή, η στέγαση και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Αν και οι επιχειρήσεις που λειτουργούν εντός του νομικού πλαισίου σπανίως υιοθετούν τέτοιες πρακτικές, υπάρχει ο κίνδυνος να συνδεθούν έμμεσα με καταναγκαστική εργασία μέσω της εφοδιαστικής τους αλυσίδας, εργολάβων ή άλλων επιχειρηματικών συνεργατών. Για το λόγο αυτό, όλοι οι εργοδότες οφείλουν να είναι ενήμεροι για τις μορφές και τις αιτίες της καταναγκαστικής εργασίας, καθώς και για τους τομείς όπου είναι πιθανότερο να εμφανιστεί.
Τι μπορούν να κάνουν οι επιχειρήσεις
Οι οργανισμοί οφείλουν να αξιολογούν κατά πόσο η καταναγκαστική εργασία αποτελεί πρόβλημα στον κλάδο τους ή στις ίδιες τους τις δραστηριότητες. Παρότι τα πιο προβεβλημένα περιστατικά καταγράφονται συνήθως σε αναπτυσσόμενες χώρες, η καταναγκαστική εργασία είναι υπαρκτή και στις ανεπτυγμένες οικονομίες και πρέπει να αναγνωρίζεται ως παγκόσμιο φαινόμενο. Η σε βάθος κατανόηση των αιτίων της αποτελεί το πρώτο βήμα για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της. Όπου διαπιστώνεται η ύπαρξή της, απαιτείται άμεση απομάκρυνση των θιγόμενων ατόμων από την εργασία και παροχή κατάλληλης υποστήριξης για τη μετάβασή τους σε εναλλακτικές, αξιοπρεπείς επιλογές. Συνολικά, η εξάλειψη της καταναγκαστικής εργασίας προϋποθέτει ένα συνδυασμό στοχευμένων παρεμβάσεων τόσο στο επίπεδο του εργασιακού περιβάλλοντος όσο και της ευρύτερης κοινότητας.
Αρχή 5: την αποτελεσματική κατάργηση της παιδικής εργασίας και
Ο όρος «παιδική εργασία» δεν πρέπει να συγχέεται με την «απασχόληση νέων» ή την «πρακτική άσκηση». Η παιδική εργασία αποτελεί μορφή εκμετάλλευσης και παραβίαση θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος, όπως ορίζεται και αναγνωρίζεται από διεθνείς νομοθετικές πράξεις. Η διεθνής κοινότητα και σχεδόν όλα τα κράτη έχουν υιοθετήσει την κατάργηση της παιδικής εργασίας ως επίσημη πολιτική τους. Αν και ο όρος «παιδί» αναφέρεται σε όλα τα αγόρια και κορίτσια κάτω των 18 ετών, δεν σημαίνει ότι όλα τα άτομα αυτής της ηλικίας πρέπει να απομακρυνθούν από κάθε μορφή εργασίας. Τα διεθνή πρότυπα καθορίζουν σαφώς ποια είδη εργασίας είναι επιτρεπτά ή μη, ανάλογα με την ηλικία και το στάδιο ανάπτυξης του παιδιού.
Συμβουλευτείτε τις Συμβάσεις του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ΔΟΕ), συγκεκριμένα η Σύμβαση για το Ελάχιστο Ηλικιακό Όριο (Νο 138) και η Σύμβαση για τις Χειρότερες Μορφές Παιδικής Εργασίας (Νο 182), οι οποίες θεσπίζουν το πλαίσιο για την εθνική νομοθεσία όσον αφορά στον καθορισμό της ελάχιστης ηλικίας για πρόσβαση στην εργασία. Αξίζει να επισημανθεί ότι η ελάχιστη ηλικία για επικίνδυνη εργασία ορίζεται στα 18 έτη σε όλες τις χώρες.
Γιατί αφορά τις επιχειρήσεις
Η σύνδεση μιας επιχείρησης με παιδική εργασία μπορεί να βλάψει σοβαρά τη φήμη της. Ιδιαίτερα για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις με εκτεταμένες αλυσίδες προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, η οικονομική εκμετάλλευση παιδιών, ακόμα και από συνεργάτες, μπορεί να υπονομεύσει την εικόνα του εμπορικού σήματος και να επηρεάσει αρνητικά τα κέρδη και την αξία των μετοχών.
Η παιδική εργασία επηρεάζει αρνητικά την κοινωνική, ψυχική, ψυχολογική, πνευματική και σωματική ανάπτυξη των παιδιών, καθώς πρόκειται για εργασία που πραγματοποιείται σε πολύ μικρή ηλικία. Αφαιρεί από τα παιδιά την παιδική τους ηλικία και την αξιοπρέπειά τους, στερώντας τους την πρόσβαση στην εκπαίδευση και συχνά οδηγώντας σε απομάκρυνσή τους από τις οικογένειές τους. Τα παιδιά που δεν ολοκληρώνουν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση κινδυνεύουν να παραμείνουν αναλφάβητα και να μην αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες για να βρουν εργασία και να συμβάλουν στην ανάπτυξη μιας σύγχρονης οικονομίας. Ως εκ τούτου, η παιδική εργασία οδηγεί σε μια ανεπαρκώς εξειδικευμένη εργατική δύναμη και υπονομεύει τις προοπτικές μελλοντικής ανάπτυξης των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού.
Τι μπορούν να κάνουν οι επιχειρήσεις
Η καλλιέργεια ευαισθητοποίησης και η βαθύτερη κατανόηση των αιτίων και των συνεπειών της παιδικής εργασίας αποτελούν το πρώτο κρίσιμο βήμα που μπορεί να κάνει μια επιχείρηση για να αντιμετωπίσει το φαινόμενο αυτό. Αυτό συνεπάγεται την αναγνώριση των σχετικών ζητημάτων και την αξιολόγηση κατά πόσο η παιδική εργασία συνιστά πρόβλημα στον χώρο της επιχείρησης. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κλάδους με γεωγραφικά απομακρυσμένες αλυσίδες εφοδιασμού. Παρόλα αυτά, η παιδική εργασία εξακολουθεί να υφίσταται και σε ανεπτυγμένες, βιομηχανικές χώρες, αν και με λιγότερο εμφανή μορφή.
Όταν εντοπίζεται περίπτωση παιδικής εργασίας, είναι απαραίτητο τα παιδιά να απομακρύνονται από το χώρο εργασίας και να τους παρέχονται βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις. Τέτοιες παρεμβάσεις περιλαμβάνουν συνήθως την εγγραφή των παιδιών σε σχολεία και την παροχή εισοδηματικών ευκαιριών στους γονείς ή σε άλλα ενήλικα μέλη της οικογένειας. Επιπλέον, οι εταιρείες πρέπει να είναι ενήμερες ότι, χωρίς κατάλληλη υποστήριξη, τα παιδιά μπορεί να οδηγηθούν σε ακόμα χειρότερες καταστάσεις, όπως η εκπόρνευση. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπου τα παιδιά αποτελούν τη μοναδική πηγή εισοδήματος για την οικογένειά τους, η άμεση απομάκρυνσή τους από την εργασία ενδέχεται να επιδεινώσει αντί να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης.
Αρχή 6: την εξάλειψη των διακρίσεων αναφορικά με την απασχόληση και την εργασία.
Η διάκριση στην απασχόληση και στα επαγγέλματα αναφέρεται στη διαφορετική ή δυσμενέστερη μεταχείριση ατόμων λόγω χαρακτηριστικών που δεν σχετίζονται με τα προσόντα τους ή τις ουσιαστικές απαιτήσεις της εργασίας. Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τέτοια χαρακτηριστικά συνήθως περιλαμβάνουν τη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη θρησκεία, τις πολιτικές πεποιθήσεις, την εθνική καταγωγή, την κοινωνική προέλευση, την ηλικία, την αναπηρία, την κατάσταση HIV/AIDS, τη συνδικαλιστική συμμετοχή και τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Παρ’ όλα αυτά, η Αρχή 6 επιτρέπει στις επιχειρήσεις να αναγνωρίζουν και άλλες πιθανές αιτίες διάκρισης στο χώρο εργασίας.
Γιατί αφορά τις επιχειρήσεις
Για τις επιχειρήσεις, η προώθηση της διαφορετικότητας και της ένταξης μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα, να αποτελέσει πηγή καινοτομίας, να βελτιώσει τη διαχείριση κινδύνων, να ενισχύσει την ικανοποίηση πελατών και συνεργατών, και να ανοίξει ή να διατηρήσει νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες.
Αντιθέτως, η διάκριση στην εργασία στερεί από τις επιχειρήσεις την πρόσβαση σε ένα ευρύτερο και πιο ποικιλόμορφο ταλέντο, με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι δεξιότητες και οι ικανότητες που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν. Η αρνητική επίδραση της διάκρισης στους εργαζόμενους δημιουργεί δυσαρέσκεια και μειώνει την αποδοτικότητα τόσο των ατόμων όσο και των ομάδων μέσα στον οργανισμό.
Παράλληλα, ολοένα και περισσότεροι νέοι εργαζόμενοι και απόφοιτοι αξιολογούν τις επιχειρήσεις με βάση τις κοινωνικές και ηθικές τους πολιτικές. Οι διακρίσεις προκαλούν χαμένες ευκαιρίες για ανάπτυξη δεξιοτήτων και υποδομών, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Επιπλέον, η διάκριση αποξενώνει τον εργοδότη από την κοινωνία και μπορεί να βλάψει σημαντικά τη φήμη της επιχείρησης, με επιπτώσεις στα κέρδη και την αξία των μετοχών της.
Τι μπορούν να κάνουν οι επιχειρήσεις
Πρωτίστως, οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν όλους τους σχετικούς τοπικούς και εθνικούς νόμους. Όταν μια επιχείρηση εφαρμόζει πολιτικές για την προώθηση της ισότητας, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις διαφορετικές γλωσσικές, πολιτισμικές και οικογενειακές ιδιαιτερότητες του εργατικού της δυναμικού. Ιδιαίτερα οι διευθυντές και οι προϊστάμενοι οφείλουν να ενημερώνονται και να κατανοούν τις διάφορες μορφές διακρίσεων και τον αντίκτυπό τους στους εργαζόμενους. Για παράδειγμα, οι γυναίκες αποτελούν ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό της παγκόσμιας αγοράς εργασίας, αλλά συχνά λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές από τους άνδρες συναδέλφους τους. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι με αναπηρίες ενδέχεται να έχουν ειδικές ανάγκες που πρέπει να καλύπτονται, όταν αυτό είναι εφικτό, ώστε να τους παρέχονται ίσες ευκαιρίες για εκπαίδευση και επαγγελματική εξέλιξη σε σχέση με τους υπόλοιπους συναδέλφους τους.